" 'Ναρκωτικά' και εξουσία. Πολιτική της απαγόρευσης και αποδιοπόμπηση"
Virtual School, The sciences of Education Online, τόμος 1, τεύχος 2, Αύγουστος 1998
http://www.auth.gr/virtualschool/1.2/TheoryResearch/CongressGrivas.html
Οι παραπομπές στα άρθρα που δημοσιεύει το Virtual School, The Sciences of Education Online, πρέπει να συμπεριλαμβάνουν τις παραπάνω πληροφορίες.
Ανήκω σ' εκείνους που αγωνίζονται εναντίον του παραλογισμού της καταστολής και ελπίζουν γιά το καλύτερο, περιμένοντας το χειρότερο. Κι αυτό γιατί απλούστατα, εξαιτίας του επαγγέλματός μου, ξέρω καλά πόσο ακατανίκητη είναι η δύναμη της βλακείας των επαγγελματιών πολιτικών που διαχειρίζονται την εξουσία ως αποικιακοί διοικητικοί υπάλληλοι των Ηνωμένων Πολιτειών.
Ως ψυχίατρος έλκομαι από το διανοητικό παιχνίδι των πιθανών ερμηνειών που υπόσχεται η εφαρμογή της θεωρίας της αλλοτρίωσης ή της οικονομίας της ψυχικής ενέργειας.
Ως νευρολογός είμαι πεπεισμένος ότι η εξαρτηση από τις ψυχοτρόπες ουσίες (και ιδιαίτερα από τα οπιούχα) είναι ζήτημα βιολογικό και ερμηνεύεται ικανοποιητικά μετά την ανακάλυψη των ειδικών υποδοχέων της μορφίνης στον εγκέφαλο (1973) και η απομόνωση των ενδορφινών και των εγκεφαλινών (1975 και 1976).
Αλλά ως ενεργός πολίτης, είμαι πεπεισμένος ότι το πρόβλημα των “ναρκωτικών” είναι πρωτίστως ένα πρόβλημα πολιτικό και οικονομικό, το οποίο συμβαίνει να έχει πολλές κοινωνικές και ορισμένες ψυχολογικές, ιατρικές και νευροφυσιολογικές παραμέτρους.
Στην Ελλάδα, μια χώρα με 10 εκατ. κατοίκους που είναι ημικαθυστερημένη από πολιτική, οικονομική και πολιτισμική άποψη, 80.000 εξαρτημένοι από νοθευμένη ηρωίνη διαμορφώνουν μιά τεράστια μαύρη αγορά νοθευμένης ηρωίνης που ο ετήσιος τζίρος της φτάνει τα 500 δισεκατ. δραχμές. Αυτοί οι 80.000 εξαρτημένοι αντιστοιχούν στο 0,8% του συνολικού πληθυσμού, πράγμα που σημαίνει ότι 1 στους 125 Ελληνες είναι εξαρτημένος χρήστης νοθευμένης ηρωίνης.
Αν θεωρηθεί ότι ο μέσος όρος των ημερήσιων αναγκών κάθε εξαρτημένου είναι 625 χιλιοστά του γραμμαρίου νοθευμένης ηρωίνης είναι φανερό ότι οι εξαρτημένοι χρήστες που υπολογίζονται σε 80.000 καταναλώνουν κάθε μέρα 50.000 γραμμάρια νοθευμένης ηρωίνης (δηλαδή 50 κιλά ημερησίως ή 18.000 κιλά ετησίως από τα οποία οι αστυνομικές αρχές συλλαμβάνουν 40 κιλά ετησίως, δηλαδή γύρω στο 0,2% του συνόλου).
Αυτά τα 18.000 κιλά διατίθενται στον τελικό καταναλωτή που τα εγχύει στη φλέβα του προς 25 έως 30 χιλιάδες δραχμές το γραμμάριο. Δηλαδή ο ετήσιος κύκλος εργασιών στη μαύρη αγορά της νοθευμένης ηρωίνης στην Ελλάδα είναι της τάξεως των 500 δισεκατομμύριων δραχμών (ποσό που λόγω της παράνομης καταγωγής του έχει και το μείζον πλεονέκτημα να διαφεύγει τη φορολογία νομίμως).
Στην Ελλάδα, ο ετήσιος τζίρος της νοθευμένης ηρωίνης είναι μεγαλύτερος από το σύνολο των κερδών των 50 μεγαλυτέρων εμπορικο-βιομηχανικών εταιρειών της χώρας. Το 1992, ο ετήσιος τζίρος της, ήταν τετραπλάσιος από το σύνολο των κερδών όλων των τραπεζών που λειτουργούσαν στη χώρα, και τα οποία ανήλθαν σε 89 δισεκ. δρχ.
Xάρη στην κατασταλτική πολιτική της εξουσίας απέναντι στις απαγορευμένες ουσίες, διαμορφώνεται μια τεράστια μαύρη αγορά και λειτουργεί με τέτοιο τρόπο ώστε όλα τα κέρδη που πραγματοποιούνται σ' αυτή να τα καρπώνεται οι μεγάλες εγκληματικές οργανώσεις που την ελέγχουν, και όλο το κόστος των παρενεργειών της λειτουργίας της να το επωμίζεται η κοινωνία (καταβάλλοντας ένα υψηλό τίμημα σε ανθρώπινες ζωές και σε σπατάλη δημοσίου χρήματος για τη συντήρηση ενός ήδη υπερκορεσμένου και δυσλειτουργικού διωκτικού, δικαστικού, σωφρονιστικού και νοσηλευτικού μηχανισμού, τη δημιουργία και τη συντήρηση ειδικών “απεξαρτησιακών” μονάδων, δήθεν “θεραπευτικών” κοινοτήτων, κλπ.).
Αυτή η τρομακτική οικονομική ισχυροποίηση του οργανωμένου εγκλήματος που ελέγχει τη διακίνηση και την εμπορία των “ναρκωτικών”, του δίνει τη δυνατότητα να εξαγοράζει μαζικά διάφορους κυβερνητικούς και κρατικούς αξιωματούχους, με αποτέλεσμα να διαιωνίζεται ο φαύλος κύκλος της χρήσης των απαγοερυμένων ουσιών και της καταστολής (πράγμα που εξασφαλίζει όλο και πιο μεγάλα κέρδη στο οργανωμένο έγκλημα) και να τίθενται σε άμεσο κίνδυνο οι δημοκρατικοί θεσμοί.
Χάρη στη δαιμονολογική κατασταλτική αντιμετώπιση των “ναρκωτικών” και το “ζήλο” των δήθεν αντιναρκωτικών” υπηρεσιών (αστυνομικών και μη), οι εξαρτημένοι από οπιούχα, που υπολογίζονταν κατά προσέγγιση σε 2.000 το 1980 έκαναν ένα εντυπωσιακό άλμα στις 20.000 το 1985 (ποσοστό αύξησης 1.000%) και εκτοξεύτηκαν στις 80.000 το 1990 (ποσοστό αύξησης 4.000%). Και ο αριθμός τους συνεχίζει να αυξάνεται.
Απέναντι σ' αυτή τη ζοφερή προοπτική (που προβλεπόταν με μαθηματική ακρίβεια) οι επαγγελματίες πολιτικοί αποφάσισαν να αντιπαραθέσουν κάποια έργα βιτρίνας, που ούτε καν αγγίζουν το ζήτημα των “ναρκωτικών” αλλ' απλώς απενοχοποιούν προσωρινά την κρατική εξουσία στα μάτια της Ελληνικής κοινωνίας, σε σχέση με το ρόλο της στη δημιουργία και την επιδείνωση του προβλήματος των “ναρκωτικών”.
Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια, το 1983 μεθοδεύτηκε το “πείραμα” της ψευτο-θεραπευτικής κοινότητας “Ιθάκη” (με την εφαρμογή του φασιστοειδούς προγράμματος “Daytop” που είναι από τα πλέον επικρινόμενα από τη διεθνή ιατρική κοινότητα) και το 1996, το “πείραμα” της περιορισμένης χορήγησης μεθαδόνης σε 300 από τους 80.000 εξαρτημένους χρήστες που την έχουν ανάγκη.
Είναι απάτη, αγυρτεία και τσαρλατανισμός των διαχειριστών της εξουσίας να παραγνωρίζουν συστηματικά τα επιστημονικά δεδομένα που αφορούν την εξάρτηση και να φενακίζουν την πραγματικότητα, αρνούμενοι να αποδεχτούν ότι εμμένοντας στις προσφιλείς κατασταλτικές μεθόδους τους, δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να επιδεινώνουν διαρκώς το πρόβλημα που υποτίθεται ότι θέλουν να αντιμετωπίσουν.
Γιατί με όρους στοιχειώδους λογικής, είναι αντικειμενικά αδύνατη η παραμικρότερη ανακοπή της ραγδαίας ανάπτυξης της κακοήθους νεοπλασίας που παράγει ο συνδυασμός της εξάρτησης από απαγορευμένες ουσίες και της καταστολής.
Σύμφωνα με τα στοιχεία των διωκτικών αρχών οι συλλήψεις για αδικήματα που σχετίζονται με τα “ναρκωτικά” από 784 το 1981 έφτασαν τις 3.065 το 1989 (δηλαδή αυξήθηκαν κατά 400% περίπου, με μέσο όρο ετήσιας αύξησης 40%).
Οι αριθμοί αυτοί απέχουν πολύ από την πραγματικότητα λόγω του είδους του αντικειμένου της δίωξης και των ιδιότυπων σχέσεων αλληλοεκδούλευσης που αναπτύσσονται πολλές φορές μεταξύ διώκτη και διωκόμενου, όπως αποδεικνύεται κι απ' τις δημόσιες διαβεβαιώσεις των επιτελών της υπηρεσίας δίωξης “ναρκωτικών”, σύμφωνα με τις οποίες “μόνο το 20% των συλληφθέντων φθάνει στα δικαστήρια”.
Παρεμφερή αυξητική πορεία ακολούθησαν οι ποινικές διώξεις που ασκήθηκαν και οι καταδίκες που επιβλήθηκαν κατά την τελευταία δεκαετία (1980-1989), με αποτέλεσμα σήμερα στο σύνολο των 4.916 ατόμων τα οποία κρατούνται στις Ελληνικές φυλακές, οι 1.524 (δηλαδή ποσοστό 31% του συνόλου) να είναι υπόδικοι ή κατάδικοι για αδικήματα σχετικά με “ναρκωτικά”.
Και στη συντριπτική τους πλειοψηφία, πρόκειται γιά εξαρτημένους μικροδιακινητές ή απλούς χρήστες, αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι μεταξύ των 1.524 κρατουμένων υπάρχουν 22 με ισόβια (ή 1,4% του συνόλου) και 47 με ποινές άνω των 15 χρόνων (ή 3% του συνόλου), κι αν φυσικά ανταποκρίνεται στην αλήθεια η διακήρυξη ότι η δικαιοσύνη εξαντλεί την αυστηρότητά της στους εμπόρους των “ναρκωτικών” κι όχι στα θύματά τους.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία (που αμφισβητούνται για πολλούς σοβαρούς λόγους), οι θάνατοι από νοθευμένη ηρωίνη από 5 το 1980 ανέβηκαν σε πάνω από 200 το 1996 δηλαδή αυξήθηκαν κατά 4.000% (που αντιστοιχεί σε μέσο ποσοστό ετήσιας αύξησης 400%).
Φυσικά, ο πραγματικός αριθμός των θανάτων από νοθευμένη ηρωίνη είναι πολύ μεγαλύτερος, με δεδομένη την προσπάθεια επικάλυψης της πραγματικής αιτίας του θανάτου που καταβάλουν οι συγγενείς του θύματος για ν' αποφύγουν τον κοινωνικό στιγματισμό.
Η απόδοση όλων αυτών των θανάτων με τους ουδέτερους ιατρικούς όρους “υπερβολική δόση”, “πνευμονικό οίδημα”, “εμβολή”, αποκρύπτει το γεγονός ότι μοναδικός υπεύθυνος γι' αυτούς είναι η κατασταλτική πολιτική της εξουσίας απέναντι στις απαγορευμένες ουσίες, η οποία προκαλεί τη συνεχή άνοδο της τιμής της νοθευμένης ηρωίνης που διατίθεται στη μαύρη αγορά και καθιστά εξαιρετικά κερδοφόρα και την παραμικρότερη νόθευσή της.
Η απαγόρευση και η δίωξη των “ναρκωτικών” είναι αποκλειστικά υπεύθυνη για τους θανάτους από υπερβολική δόση, λόγω της άγνοιας και της κακής πληροφόρησης που επιβάλει σχετικά με το τι και πότε είναι υπερβολική μιά δόση. Γιατί βέβαια, κανένας εξαρτημένος δεν παίρνει ηρωίνη γιά να αυτοκτονήσει. Την παίρνει γιά να προσποριστεί τα ψυχικά και βιολογικά αποτέλεσμα της δράσης της. Και συνεπώς, μόνο η άγνοια μπορεί να τον σπρώξει στη λήψη μιας θανατηφόρας “υπερβολικής δόσης”.
Το 1990, η Διακομματική Επιτροπή για τα “ναρκωτικά” του Ελληνικού κοινοβουλίου, υπολόγιζε ότι σε ότι ο αριθμός των εξαρτημένων από ηρωίνη στην Ελλάδα, “μέσα στα 5 επόμενα χρόνια θα κάνει ένα άλμα από τις 80.000 στις 300.000” (εφημ. Νέα, 17.11.90).
Μπροστά σ' αυτή την προοπτική, είναι φανερό πως υπάρχουν δυο δυνατές επιλογές:
Είτε θα υιοθετήσουμε μια γνήσια φιλελεύθερη, αντιαπαγορευτική και αντικατασταλτική στάση απέναντι στις απαγορευμένες ουσίες, που μας εξασφαλίζει την εξάλειψη του καρκινώματος της μαύρης αγοράς, της εγκληματικότητας, της αρρώστιας και του θανάτου.
Είτε θα εξακολουθήσουμε να εφαρμόζουμε την απαγορευτική και κατασταλτική πολιτική που εφαρμόζεται επί δεκαετίες με παταγώδη αποτυχία, με τα γνωστά τραγικά αποτελέσματα.
Παρένθεση: Υπάρχει βέβαια και μια τρίτη επιλογή, αλλά η παραμικρότερη αναφορά σ' αυτή προκαλεί τον υποκριτικό αποτροπιασμό κάθε “πολιτισμένης” κοινωνίας. Πρόκειται για την “Τελική Λύση” με την οποία έκλεισε η γιγαντιαία ναζιστική επιχείρηση “απολύμανσης” των λαών της Ευρώπης. Ένας ειδικός τρόπος παλινδρόμησης στη βαρβαρότητα, που αρχίζει με τη νομοθεσία περί “φυλετικής καθαρότητας” και τελειώνει με το Αουσβιτς, λίγο πριν να παραπεμφθεί στη Νυρεμβέργη. Την θέτω υπόψη των διαχειριστών της εξουσίας στον τόπο μας. Ίσως αυτοί σταθούν πιό “τυχεροί” από τους Ναζί ομοτέχνους τους.
Στην πρώτη περίπτωση, με την υιοθέτηση μιας φιλελεύθερης αντικατασταλτικής πολιτικής, η κοινωνία, απαλλαγμένη από το κόστος των ατομικών και κοινωνικών τραγωδιών που συνεπάγεται η καταστολή, μπορεί να επικεντρώσει την προσοχή και τις δυνάμεις της στα όσα τραγικά της κληρονομεί η κατασταλτική παράνοια.
Στη δεύτερη περίπτωση, με την εμμονή στον κατασταλτικό παραλογισμό, θα πρέπει να υπερβεί πολλές φορές τα “πλάνα” αρκετών πενταετών σχεδίων, προκειμένου να κατασκευαστούν σ' όλη την επικράτεια πολλές δεκάδες φυλακές, ψυχιατρεία και “θεραπευτικές” κοινότητες και να εκπαιδευτεί ένας απροσδιόριστος αριθμός ατόμων που θα αναλάβουν το ρόλο των ανθρωποχειριστών και των ανθρωποφυλάκων.
Οι πολιτικοί διαχειριστές της εξουσίας κάνουν πάντα τη δεύτερη επιλογή. Κι όταν καθίσταται εμφανής η αποτυχία της, όντας ανίκανοι και ν' αναρωτηθούν μήπως έκαναν λάθος, αναζητούν τις ευθύνες σε οτιδήποτε άλλο εκτός του εαυτού τους. Γι’ αυτούς,
Χθες ευθυνόταν η ανυπαρξία “σύγχρονου” νομοθετικού πλαισίου (kαι το κατασκεύασαν εν μια νυκτί, μεταγλωττίζοντας το ΝΔ 104/1973 στη “δημοτική” και μετονομάζοντάς το σε Ν. 1729/1987, τον οποίο, εν συνεχεία, τροποποίησαν με τον Ν. 2161/1993, σύμφωνα πάντα με τις επιταγές του αμερικανικού παράγοντα). Σήμερα ευθύνεται η “έλλειψη υποδομής” (!) που δεν επιτρέπει τη “σωστή εφαρμογή” του νόμου. Αύριο θα ευθύνεται η ανυπαρξία του “σωστού νόμου” που δεν επιτρέπει τη λειτουργία της “σύγχρονης υποδομής”, διότι, βεβαίως, και οι νόμοι υφίστανται τη φθορά του χρόνου, κ.ο.κ.
Στο μεταξύ οι τιμές διάθεσης της νοθευμένης ηρωίνης στη μαύρη αγορά αυξάνουν συνεχώς, η εγκληματικότητα μεγεθύνεται, οι συλλήψεις και οι καταδίκες πολλαπλασιάζονται, οι θάνατοι πληθαίνουν, οι αρρώστιες θερίζουν, οι μεγάλες εγκληματικές οργανώσεις ισχυροποιούνται, η κρατική εξουσία ενδυναμώνεται και ατομικές ελευθερίες αποδυναμώνονται, στ' όνομα της ανέφικτης προστασίας της κοινωνίας από έναν εχθρό που επινοήθηκε απ' τους πολιτικούς διαχειριστές της.
Ο Α. Koestler αναφέρει στην αυτοβιογραφία του, ένα επεισόδιο κατά το 2o Συνέδριο της Ένωσης των Συγγραφέων (Μόσχα, αρχές της δεκαετίας του 1930): Ενώ συζητούσαν για τη νοηματοδότηση του θανάτου της ανθρώπινης ύπαρξης, κάποιος αιφνιδίασε τους πάντες θέτοντας το ερώτημα: “Και τι γίνεται μ' έναν άνθρωπο που τον πατάει το τραμ;”. Ύστερα από αρκετά λεπτά αμηχανίας και σιωπής, ο κομμουνιστής υπουργός συγκοινωνιών πήρε το λόγο και δήλωσε: “Στην τέλεια σοσιαλιστική κοινωνία, το συγκοινωνιακό σύστημα θα λειτουργεί τόσο άρτια, ώστε δε θα γίνονται δυστυχήματα”.
Στην τέλεια κοινωνία (!), όποια κι αν είναι αυτή, ίσως να μην υπάρχουν εξαρτημένοι. Όμως, μέχρι τότε υπάρχουν και θα υπάρχουν. Κι ακριβώς η ύπαρξή τους είναι που θα θέτει εσαεί επί τάπητος το καίριο ερώτημα:
“Και τι γίνεται με τον άνθρωπο που πεθαίνει, επειδή του επιβάλλουμε να χύσει στη φλέβα του τη νοθευμένη ηρωίνη μας, για την απόκτηση της οποίας ξεπουλάει τα υλικά αγαθά, το κορμί, την υγεία και την ελευθερία του;”
Κι αυτό ακριβώς είναι που καθιστά ζωτική την ανάγκη να συνειδητοποιήσουμε επιτέλους ότι “όσο θα υπάρχουν άνθρωποι στο δρόμο και θύματα στη λόχμη, που θα τους χωρίζει το φράγμα της ψευδαίσθησης, ο πολιτισμός μας θα είναι κίβδηλος”. (Α. Κoestler)
Ογδόντα χρόνια καταστολής είναι μάλλον αρκετά για να καταδειχτεί πέρα από κάθε αμφιβολία ο ατελέσφορος χαρακτήρας, η επιστημονική ανυποληψία και η κοινωνική και πολιτική επικινδυνότητα της κατασταλτικής “αντιναρκωτικής” πολιτικής που εφαρμόζει η κρατική εξουσία, μέσω της οποίας εισήγαγε την κοινωνία στο φαύλο κύκλο της διαρκούς αλληλοενίσχυσης της καταστολής και της εξάρτησης και την κατέστησε ανίκανη να αμυνθεί απέναντι και στη μιά και στην άλλη.
Κατά τη γνώμη μου, το “πρόβλημα των “ναρκωτικών”” δεν αφορά τους εκάστοτε διαχειριστές της κρατικής εξουσίας (που η δεδηλωμένη ανεπάρκεια ή η ιδιοτέλειά τους δεν τους επιτρέπει να προσεγγίσουν οποιαδήποτε άποψη πλην της δαιμονολογικής). Αφορά αποκλειστικά και μόνο την κοινωνία που συνειδητοποιεί καθημερινά το αδιέξοδο στο οποίο παραδέρνει, την αδυναμία της να διαφύγει απ' τον αφανιστικό φαύλο κύκλο στον οποίο την εγκλώβισε η εξουσία, και την ανυπαρξία κάθε πιθανότητας να απεμπλακεί από το ψεύτικο δίλημμα της επιλογής ανάμεσα στην εξάρτηση και την καταστολή, δεδομένου ότι η μία προϋποθέτει και συνεπάγεται την άλλη. Αφορά μια κοινωνία που, μετά από 80 χρόνια συστηματικής πλύσης εγκεφάλου, διαπιστώνει έκπληκτη ότι:
α) Οι αντίπαλοι της απαγόρευσης δεν ανήκουν στο κοινωνικό περιθώριο (όπως προπαγανδίζουν ανενδοίαστα οι επαγγελματίες της καταστολής και της “θεραπείας”), αλλά, αντίθετα, είναι ενεργοί πολίτες: επιστήμονες απ' όλα τα γνωστικά πεδία, πολιτικοί, δημοσιογράφοι, συγγραφείς και καλλιτέχνες απ' όλους τους χώρους (με εξαίρεση τα δυο άκρα του πολιτικού φάσματος). Πρόκειται γιά ένα ευρύτατο συνασπισμό ανθρώπων που η κοινωνική τους λειτουργία διαμορφώνει αργά αλλά σταθερά τον τρόπο με τον οποίο συλλαμβάνουμε και αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας και τον κόσμο μας.
β) Οι υποστηρικτές της απαγόρευσης και της καταστολής, είναι ένα πολύμορφο δίκτυο από επαγγελματίες “ανθρωποσωτήρες” που απαρτίζεται από ορισμένους πολιτικούς, κυβερνητικούς και κρατικούς αξιωματούχους, δικαστικούς και αστυνομικούς, δικηγόρους και γιατρούς, και πλείστους άλλους ανθρωποκυνηγούς και ανθρωποφύλακες, στη ουρά των οποίων προστίθεται εν είδει τσόντας, η εμπροσθοφυλακή του “θεραπευτικού” γενιτσαρισμού: Κάποιοι πρώην εξαρτημένοι χρήστες που επενδύουν στο χρηματιστήριο της ατομικής και κοινωνικής αποσύνθεσης τις μετοχές της προσωπικής εμπλοκής τους στο “λούκι” των “ναρκωτικών”, υποδυόμενοι τους επαγγελματίες “σωτήρες” και “θεραπευτές” των τέως “συντρόφων” τους.
Όλοι αυτοί οι σύγχρονοι “σταυροφόροι”, ως σύνολο συγκροτούν έναν νέο άτυπο Ιεροεξεταστικό θεσμό ο οποίος αναλαμβάνει διακηρυκτικά (και με το αζημίωτο πάντοτε) τη σωτηρία της ψυχής μας, αφήνοντας το κορμί μας στην αρμοδιότητα των λαθρεμπόρων των “ναρκωτικών”, των διωκτών και των βασανιστών (που ειδικεύονται επαγγελματικά στην εξολόθρευση των θυμάτων, υποδυόμενοι τους κυνηγούς των θυτών).
Πολιτική θρησκεία των επαγγελματιών πολιτικών είναι ο μονοθεϊστικός κατασταλτισμός που συνεχώς αναπαράγει με διευρυμένο τρόπο τα προβλήματα που υποτίθεται πως αντιμετωπίζει.
“Η πολιτική όλο και περισσότερο θεωρείται ως (αναγκαίο ακόμη, δυστυχώς) επάγγελμα, που ασκείται από πρόσωπα που το μυαλό τους δεν επαρκεί γιά την επιστήμη, το ταλέντο τους δεν επαρκεί γιά την τέχνη κι ούτε έχουν αρκετή γνώση και εμπειρία της τεχνικής. Η εξουσία, όπως κι αν το πάρεις, είναι δουλειά των ιδεολογικών μεγαφώνων και των ειδικών της τακτικής της κρυψίνοιας και της κολακείας”, διαπίστωνε ο Ernst Fischer.
Συνεπώς, αν πράγματι θέλουμε να τελειώνουμε οριστικά με τη μαύρη αγορά, με τα κυκλώματα λαθρεμπορίας των “ναρκωτικών” και με τα όσα συνεπάγεται η ύπαρξή τους γιά την κοινωνία μας, πρέπει να θέσουμε υπό αυστηρό έλεγχο την κλίκα των επαγγελματιών πολιτικών που διαχειρίζονται την εξουσία, και να τους επιβάλλουμε το δικαίωμά μας να καθορίζουμε όχι μόνο το ποιός θα τη διαχειρίζεται (που μάλλον είναι άνευ σημασίας) αλλά και το πώς θα τη διαχειρίζεται.
Τα ογδόντα χρόνια της καταστολής των απαγορευμένων ουσιών συνθέτουν μιά σύγχρονη “Τελευταία Κρίση”: Συλλήψεις και κακοποιήσεις. Δίκες και καταδίκες. Τραγωδίες ατομικές και οικογενειακές. Εγκληματικότητα και εκπόρνευση. Εκμετάλλευση οικονομική και σωματική. Αρρώστια και θάνατος. Υπονόμευση και ανατροπή των δημοκρατικών θεσμών. Μια πληθώρα auto da fe που αυτοαναπαράγονται ασταμάτητα, μετατρέποντας τον άνθρωπο από αξία καθεαυτή σε αξία χρήσης και μόνο, προς δόξαν της εξουσίας.
Αυτός ο εφιάλτης που μπορεί να πάρει τέλος μόνο με την εφαρμογή μιας φιλελεύθερης αντιαπαγορευτικής πολιτικής απέναντι στις απαγορευμένες ουσίες που διαμορφώνεται γύρω από 4 βασικούς άξονες:
1) Αποποινικοποίηση της χρήσης όλων των ψυχοτρόπων ουσιών.
2) Αποποινικοποίηση της καλλιέργειας μικρών ποσοτήτων κάνναβης για προσωπική χρήση.3) Διαχωρισμός των ψυχοτρόπων ουσιών με κριτήριο την επικινδυνότητά τους.
4) Διάθεση των εξαρτησιογόνων (ή “σκληρών”) ουσιών υπό ιατρικό έλεγχο.
Αλλά, οι εκάστοτε αποικιακοί διοικητικοί υπάλληλοι που διαχειρίζονται την εξουσία στον τόπο μας κωφεύουν, αναπαλαιώνοντας απλώς την κατασταλτική πολιτική των προκατόχων της. Γιατί είναι ίδιον των επαγγελματιών της πολιτικής να ασχημονούν. Οσο τους επιτρέπουμε να το κάνουν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου